Καθηλωμένη στα χαμηλά εξακολουθεί να βρίσκεται η μηνιαία δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών στο σούπερ μάρκετ, καθώς, τα παρά τα όποια σημάδια βελτίωσης καταγράφονται σε βασικούς δείκτες της οικονομίας, το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα παραμένει περιορισμένο. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ) για την καταναλωτική συμπεριφορά, την οποία παρουσιάζει σήμερα η «Κ», τα ελληνικά νοικοκυριά ξοδεύουν στο σούπερ μάρκετ 278 ευρώ κατά μέσον όρο τον μήνα, ποσό ελάχιστα υψηλότερο σε σύγκριση με πέρυσι (274 ευρώ) και αρκετά χαμηλότερα από το «ψυχολογικό φράγμα» των 300 ευρώ.
Τα στοιχεία της έρευνας (ΟΠΑ), τόσο για το μέσο «καλάθι» του σούπερ μάρκετ όσο και για τα κριτήρια με βάση τα οποία οι καταναλωτές στην Ελλάδα της κρίσης επιλέγουν αλυσίδες και μάρκες προϊόντων, έρχονται στην πραγματικότητα να συμπληρώσουν ή ακόμη και να επιβεβαιώσουν την εικόνα στασιμότητας σε ό,τι αφορά τον τζίρο που καταγράφεται στο οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους (αύξηση 0,2% το δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών αγοράς IRI). Οι εκτιμήσεις των καταναλωτών, μάλιστα, για το σύνολο του 2018 κάθε άλλο παρά αισιόδοξες μπορούν να χαρακτηρισθούν, καθώς επιβεβαιώνουν αυτή την εικόνα στασιμότητας ή αμηχανίας κατά μία άλλη έννοια ενόψει εξελίξεων σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Το 62% δηλώνει ότι το 2018 θα πραγματοποιήσει τις ίδιες αγορές με πέρυσι, το 32% λιγότερες και μόλις το 6% αισιοδοξεί ότι φέτος θα προβεί σε περισσότερες αγορές. Τα αντίστοιχα ποσοστά πέρυσι ήταν 57%, 38% και 5%.
Τα κάποτε υπερχειλισμένα καρότσια του σούπερ μάρκετ εξακολουθούν να αποτελούν Ιστορία, καθώς μόλις το 3,8% των ερωτηθέντων (έναντι ποσοστού 6,2% πέρυσι) δηλώνει ότι δαπανά σε κάθε του επίσκεψη στο κατάστημα πάνω από 100 ευρώ. Η συντριπτική πλειονότητα των καταναλωτών και συγκεκριμένα το 68,7% ξοδεύει έως 50 ευρώ σε μια τυπική επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ, ενώ από 51 έως 100 ευρώ δαπανά το 27,5% των καταναλωτών, ποσοστό μεγαλύτερο σε σύγκριση με το 2017 και το 2016 (23,1% και 24,7% αντιστοίχως). Η συχνότητα επισκέψεων στο σούπερ μάρκετ είναι μικρότερη σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, καθώς το 65% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι επισκέπτεται τις αλυσίδες έξι φορές μηνιαίως. Το 2017 η συχνότητα επισκέψεων ήταν 6,8 φορές μηνιαίως και 8,5 φορές μηνιαίως το 2016.
Οι αλλαγές στην καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων που πρωτοεμφανίστηκαν στην αρχή της κρίσης έχουν πλέον λάβει μόνιμο χαρακτήρα. Αν και σε μικρότερη ένταση σε σύγκριση με τις προηγούμενες χρονιές, τα νοικοκυριά εφαρμόζουν σειρά πρακτικών προκειμένου να καταφέρουν να καλύψουν τις ανάγκες τους στα είδη παντοπωλείου. Το 69% συγκρίνει τις τιμές μεταξύ προϊόντων και καταστημάτων, το 54% δηλώνει ότι αγοράζει λιγότερα προϊόντα, το 41% ότι αγοράζει φθηνότερα προϊόντα, ενώ πάνω από τους μισούς απάντησαν ότι περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα.
«Η έρευνα του Εργαστηρίου Μάρκετινγκ του ΟΠΑ αποκαλύπτει τις ριζικές αλλαγές που συνεχίζουν να προκαλούνται από την πολυετή οικονομική κρίση στην έκταση και στη σύνθεση της κατανάλωσης ακόμη και των βασικών καταναλωτικών προϊόντων. Οι αλλαγές αυτές έχουν γενικευθεί στη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, καθώς τα μικρομεσαία και μεσαία στρώματα συρρικνώνονται. Ταυτόχρονα, τα ακόμη φτωχότερα στρώματα αδυνατούν να καλύψουν βασικές καταναλωτικές ανάγκες και οδηγούνται στο περιθώριο», επισημαίνει ο συντονιστής της έρευνας και διευθυντής του Ερευνητικού Εργαστηρίου Μάρκετινγκ, Γιώργος Μπάλτας, καθηγητής στο ΟΠΑ.
Στροφή των καταναλωτών στα εγχώρια προϊόντα
Σε άνοδο, ύστερα από μια περίοδο υποχώρησης, φαίνεται να βρίσκεται εκ νέου το φαινόμενο του λεγόμενου «οικονομικού πατριωτισμού». Στην έρευνα του ΟΠΑ αποτυπώνεται αυτή η ενίσχυση του κινήματος «Made in Greece» με τους καταναλωτές να εντάσσουν τη στήριξη στα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα στην αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας για την ανάπτυξη της οικονομίας και τον περιορισμό της ανεργίας.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι επιχειρήσεις τροφίμων και ποτών, τόσο του κλάδου της μεταποίησης όσο και του εμπορίου, έχουν εντείνει το τελευταίο διάστημα τις κινήσεις τους σε επίπεδο διαφήμισης προκειμένου να τονίσουν είτε την ελληνικότητά τους είτε τη συνεισφορά τους στην ελληνική οικονομία.
Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διαμάχη που ξέσπασε πρόσφατα ανάμεσα στην Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης (ΕΖΑ) και στην Αθηναϊκή Ζυθοποιία και Ολυμπιακή Ζυθοποιία (θυγατρικές στην Ελλάδα των ξένων ομίλων Heineken και Carlsberg αντιστοίχως) με αφορμή την έναρξη νέας καμπάνιας από την πρώτη με τίτλο
«Διεκδικούμε χώρο για την Ελλάδα». Σημειώνεται ότι η ΕΖΑ αποτελεί μέλος της πρωτοβουλίας επιχειρήσεων «ΕΛΛΑ – ΔΙΚΑ ΜΑΣ» στην οποία συμμετέχουν επιχειρήσεις που έχουν στην Ελλάδα έδρα, παραγωγή και ιδιοκτησία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την έρευνα, το 80,4% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι προτιμά τα ελληνικά προϊόντα από τα εισαγωγής. Η απάντηση αυτή, ωστόσο, αφορά την πρόθεση και δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με την τελική επιλογή του καταναλωτή που επηρεάζεται από πολλούς άλλους παράγοντες, όπως είναι οι τιμές, οι προσφορές και η διαθεσιμότητα στο ράφι.
Εννέα στους δέκα καταναλωτές δηλώνουν ότι θέλουν να αναγράφεται στη συσκευασία εάν ένα προϊόν έχει παραχθεί στην Ελλάδα, ενώ το 61% θεωρεί ότι τα ελληνικά προϊόντα είναι ασφαλέστερα από τα εισαγόμενα και υψηλότερης ποιότητας. Το 92% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι προτιμώντας τα ελληνικά προϊόντα στηρίζει την παραγωγή της χώρας, ενώ ένα πολύ υψηλό ποσοστό, το 86%, θεωρεί ότι με αυτό τον τρόπο συμβάλλει στη μείωση της ανεργίας.
Μεθοδολογία της έρευνας
H έρευνα πραγματοποιείται κάθε χρόνο από το Εργαστήριο Μάρκετινγκ του ΟΠΑ. Εγινε σε δείγμα 1.365 νοικοκυριών με τυχαία δειγματοληψία μέσω κλήσεως τυχαίων τηλεφωνικών αριθμών από το αυτόματο μηχανογραφημένο σύστημα τηλεφωνικών ερευνών (Computer Assisted Telephone Interviewing – CATI) του εργαστηρίου, με χρήση δομημένου ηλεκτρονικού τιμολογίου και ειδικού λογισμικού.