(ΝΟΜΟΣ 3668.2008)-ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΕΡΙ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ν.δ. 136.1946 ΤΟΥ ΑΓΟΡΑΝΟΜΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ 

 Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ  ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:  Αρθρο 1  Παραβάσεις του ν.δ. 136/1946 “Περί  Αγορανομικού Κώδικα” που τιμωρούνται  μόνο με διοικητικό πρόστιμο  1. Οι παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 11 και 20 του άρθρου 30 του Αγορανομικού Κώδικα  αντικαθίστανται ως ακολούθως:  “1. Οποιος απαιτεί ή εισπράττει κατά τη χονδρική ή λιανική πώληση προϊόντων  ή την παροχή υπηρεσιών ποσά ή αμοιβές που υπερβαίνουν, προκειμένου για είδη  και υπηρεσίες της κατηγορίας του ελεγχόμενου κέρδους, την καθορισμένη ανώτατη  τιμή ή το καθορισμένο ανώτατο ποσοστό εμπορικού ή επαγγελματικού κέρδους, τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο δύο τοις εκατό (2%) επί του κύκλου  εργασιών του τελευταίου 12μήνου, που πραγματοποιεί η επιχείρηση από το  συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία και στο συγκεκριμένο σημείο πώλησης όπου  διαπιστώθηκε η παράβαση. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από  πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ ανά προϊόν ή υπηρεσία. Αν, από τα στοιχεία που  κατά το νόμο υποχρεούται ο παραβάτης να τηρεί, δεν είναι αντικειμενικά  δυνατόν να υπολογισθεί ο ανωτέρω κύκλος εργασιών, επιβάλλεται το πρόστιμο των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ ανά προϊόν ή υπηρεσία.  2. Οποιος επιδιώκει ή επιτυγχάνει τιμές που δεν ανταποκρίνονται στην αξία του προϊόντος, λόγω ελλιπούς στάθμισης ή μέτρησης, πώλησης ειδών κατώτερης  ποιότητας σε τιμή που αρμόζει σε ανώτερη ποιότητα ή ατελούς εψήσεως ή  παρασκευής, συνυπολογισμού βάρους περιτυλίγματος ή συσκευασίας, όπου αυτό απαγορεύεται, ή χρήσης περιτυλίγματος βάρους ανώτερου του καθοριζόμενου, όπου  επιτρέπεται η χρήση περιτυλίγματος, καθώς και οποιουδήποτε άλλου τεχνάσματος  αντίστοιχης φύσης, τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο δύο χιλιάδων  (2.000) ευρώ.  3. Οποιος πραγματοποίησε συναλλαγή με όποιον υποπίπτει σε παράβαση των  παραγράφων 1 ή 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον πραγματοποίησε τη συναλλαγή αυτή  προς εμπορία και εν γνώσει των ενεργειών του παραβάτη, τιμωρείται μόνο με  διοικητικό πρόστιμο δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.  4. Οποιος αγοράζει ή μεταπωλεί, με οποιονδήποτε τρόπο και έχει σκοπό το  κέρδος, προϊόντα και υπηρεσίες της κατηγορίας του ελεγχόμενου κέρδους σε  τιμές που υπερβαίνουν την καθορισμένη ανώτατη τιμή ή το καθορισμένο ανώτατο  ποσοστό εμπορικού ή επαγγελματικού κέρδους, τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο δύο τοις εκατό (2%) επί του κύκλου εργασιών του τελευταίου 12μήνου, που πραγματοποιεί η επιχείρηση από το συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία και στο συγκεκριμένο σημείο πώλησης όπου διαπιστώθηκε η παράβαση. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ ανά προϊόν ή υπηρεσία.  Αν, από τα στοιχεία που κατά το νόμο υποχρεούται ο παραβάτης να τηρεί, δεν είναι αντικειμενικά δυνατόν να υπολογισθεί ο ανωτέρω κύκλος εργασιών, θα επιβάλλεται το πρόστιμο των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ ανά προϊόν ή υπηρεσία.”  “11. Κάθε καταστηματάρχης, εργοστασιάρχης, πρατηριούχος, λιανοπωλητής και γενικά κάθε έμπορος ειδών που: α) κατέχει ψευδή όργανα μέτρησης, β) μεταχειρίζεται όργανα μέτρησης, άλλα από τα κατά νόμο προβλεπόμενα ακόμη κι αν διατηρούνται, γ) αποποιείται τη μέτρηση ή ζύγιση και δ) πωλεί με το μέτρο είδη, των οποίων η πώληση είναι καθορισμένη με σταθμά, τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο δύο τοις εκατό (2%) επί του κύκλου εργασιών του τελευταίου 12μήνου, που πραγματοποιεί η επιχείρηση στο συγκεκριμένο σημείο πώλησης όπου διαπιστώθηκε η παράβαση. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ. Αν, από τα στοιχεία που κατά το νόμο υποχρεούται ο παραβάτης να τηρεί, δεν είναι αντικειμενικά δυνατόν να υπολογισθεί ο ανωτέρω κύκλος εργασιών, θα επιβάλλεται το πρόστιμο των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Με το ίδιο πρόστιμο τιμωρείται όποιος εισάγει, κατασκευάζει όργανα μέτρησης άλλα από τα κατά νόμο προβλεπόμενα ή τα μετατρέπει σε ψευδή.  Τα ψευδή όργανα μέτρησης κατάσχονται και καταστρέφονται. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζονται τα όργανα που διενεργούν την κατάσχεση και καταστροφή, η διαδικασία της κατάσχεσης και καταστροφής και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετική με την τύχη των ψευδών οργάνων μέτρησης.”  “20. Για τα αντικείμενα, τις παροχές και λοιπά είδη βιοτικής ανάγκης, που κάθε φορά χαρακτηρίζονται και είναι καταταγμένα στην αγορανομική κατηγορία των ελεγχομένων για υπερβολικό κέρδος, η επίτευξη ή επιδίωξη τέτοιου κέρδους τιμωρείται και με διοικητικό πρόστιμο 2% επί του κύκλου εργασιών του τελευταίου 12μήνου που πραγματοποιεί η επιχείρηση από το συγκεκριμένο προϊόν και στο συγκεκριμένο σημείο πώλησης όπου διαπιστώθηκε η παράβαση. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Εάν δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί ο ανωτέρω κύκλος εργασιών, τότε επιβάλλεται το πρόστιμο των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ ανά προϊόν.”  2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 32 του Αγορανομικού Κώδικα αντικαθίσταται ως ακολούθως:  “6. Οποιος απαιτεί ή εισπράττει τίμημα υψηλότερο εκείνου που αναγράφεται στις πινακίδες, τιμοκαταλόγους και τιμολόγια, τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο ως εξής:  α) Χιλίων (1.000) ευρώ όταν η παράβαση διαπιστώνεται σε ένα (1) είδος.  β) Δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ ανά είδος, όταν η παράβαση διαπιστώνεται σε δύο (2) έως πέντε (5) διαφορετικά είδη.  γ) Τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ ανά είδος, όταν η παράβαση διαπιστώνεται σε έξι (6) έως δέκα (10) διαφορετικά είδη.  δ) Τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ ανά είδος, όταν η παράβαση διαπιστώνεται σε περισσότερα από δέκα (10) διαφορετικά είδη.”  3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 35 του Αγορανομικού Κώδικα αντικαθίσταται ως ακολούθως:  “1. Κάθε βιομήχανος, βιοτέχνης, πρατηριούχος και γενικά έμπορος, ο οποίος: α) δεν κατέχει και δεν εκδίδει τιμολόγιο για τα αγοραζόμενα και προς εμπορία πωλούμενα είδη, β) δεν αναγράφει στα τιμολόγια τον τίτλο και τη διεύθυνση του καταστήματος, το ονοματεπώνυμο του πωλητή και αγοραστή, το αντικείμενο, το είδος, την τιμή κατά συνήθη μονάδα (βάρος, μέτρο, τεμάχιο), τη συνολική ποσότητα και αξία, την ποιότητα, όπου αυτή επιβάλλεται από άλλες διατάξεις, την προέλευση, την επωνυμία του είδους, εφόσον υπάρχει, την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου, τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) του αγοραστή και το τιμολόγιο δεν φέρει την υπογραφή του πωλητή, γ) δεν παραδίδει στον αγοραστή έμπορο τιμολόγιο και δεν το επιδεικνύει στις ελεγκτικές αρχές, αν το ζητήσουν και δ) δεν εκδίδει τιμολόγιο σε κάθε αγοραστή, τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, πέραν των κυρώσεων που προβλέπονται από τη φορολογική νομοθεσία.  Επί των παραπάνω διαπιστουμένων παραβάσεων, ενημερώνονται αμέσως οι αρμόδιες φορολογικές αρχές.”  4. Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 5 του άρθρου 38 του Αγορανομικού Κώδικα συμπληρώνονται ως ακολούθως:  α) Στο τέλος της παραγράφου 1 προστίθεται εδάφιο ως εξής:  “Οποιος παραβαίνει τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ.”  β) Στο τέλος της παραγράφου 2 προστίθεται εδάφιο ως εξής:  “Οποιος παραβαίνει τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ.”  γ) Στο τέλος της παραγράφου 3 προστίθεται εδάφιο ως εξής:  “Οποιος παραβαίνει τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ.”  δ) Στο τέλος της παραγράφου 5 προστίθεται εδάφιο ως εξής:  “Οποιος παραβαίνει τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ.”  5. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3, 4, 11, 14 και 20 του άρθρου 30, την παράγραφο 6 του άρθρου 32, την παράγραφο 1 του άρθρου 35 και τις παραγράφους 1, 2, 3 και 5 του άρθρου 38 ορίζονται στο διπλάσιο, αν εντός ενός (1) έτους το ίδιο πρόσωπο τελέσει εκ νέου την ίδια παράβαση. Ο διπλασιασμός υπολογίζεται επί του αμέσως προηγούμενου επιβληθέντος προστίμου.  Αρθρο 2  Παραβάσεις του ν.δ. 136/1946 “Περί Αγορανομικού Κώδικα” που τιμωρούνται,  πέραν των ποινικών κυρώσεων και με διοικητικό πρόστιμο  1. Η παράγραφος 7 του άρθρου 30 του Αγορανομικού Κώδικα αντικαθίσταται ως ακολούθως:  “7. Οποιος δηλώνει ανακριβώς ή αρνείται να δηλώσει προς το κοινό ή τις αρχές την ποιότητα του είδους, όπου αυτή επιβάλλεται από άλλες διατάξεις και τον τόπο προέλευσης και παραγωγής των ειδών και όποιος παρέχει στις αρχές ανακριβείς πληροφορίες για τις τιμές αγοραπωλησίας των ειδών ή για τις συναλλαγές μεταξύ των παραγωγών, βιομηχάνων, βιοτεχνών, εμπόρων χονδρικής και λιανικής πώλησης, καθώς και όποιος παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες επί του περιεχομένου αυτών, των τιμολογίων, βιβλίων και λοιπών στοιχείων, τιμωρείται και με διοικητικό πρόστιμο πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.”  2. Η παράγραφος 9 του άρθρου 30 του Αγορανομικού Κώδικα αντικαθίσταται ως ακολούθως:  “9. Οποιος αναμιγνύει και πωλεί είδη διαφορετικών ποιοτήτων, όπου αυτό απαγορεύεται, τιμωρείται και με διοικητικό πρόστιμο ύψους πέντε τοις εκατό (5%) επί του κύκλου εργασιών του τελευταίου 12μήνου, που πραγματοποιεί η επιχείρηση από το συγκεκριμένο είδος και στο συγκεκριμένο σημείο πώλησης όπου διαπιστώθηκε η παράβαση. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ ανά είδος. Αν, από τα στοιχεία που κατά το νόμο υποχρεούται ο παραβάτης να τηρεί, δεν είναι αντικειμενικά δυνατόν να υπολογισθεί ο ανωτέρω κύκλος εργασιών, θα επιβάλλεται το πρόστιμο των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ ανά είδος.”  3. Η παράγραφος 14 του άρθρου 30 του Αγορανομικού Κώδικα αντικαθίσταται ως ακολούθως:  “14. Οποιος εμποδίζει τον, από τους αρμόδιους υπαλλήλους, ασκούμενο έλεγχο, ή αρνείται με οποιονδήποτε τρόπο να παραδώσει στους αρμόδιους υπαλλήλους τα κατεχόμενα τιμολόγια αγοραπωλησίας και άλλα έγγραφα, από τα οποία διαπιστώνεται η τιμή αγοραπωλησίας, το κόστος κτήσης ή παραγωγής των αγαθών (κοστολόγια) και κάθε άλλο έξοδο ή στοιχείο και προέλευση των ειδών, τιμωρείται και με διοικητικό πρόστιμο πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.”  4. Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 31 του Αγορανομικού Κώδικα αντικαθίστανται ως ακολούθως:  “4.α. Οποιος παραποιεί ή νοθεύει είδη βιοτικής ανάγκης, πλην τροφίμων, που προορίζονται για εμπορία τιμωρείται και με διοικητικό πρόστιμο δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, πέραν των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται από άλλες διατάξεις. Ειδικά για τα προϊόντα πετρελαιοειδών το πρόστιμο του προηγούμενου εδαφίου ανέρχεται σε τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ.  β. Οποιος κατέχει προς εμπορία ή πωλεί τρόφιμα μη ασφαλή – ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση τιμωρείται και με διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τη νομοθεσία περί τροφίμων.”  “5. Οποιος, χωρίς να συμμετέχει στο αδίκημα της παραγράφου 4α του παρόντος άρθρου, εν γνώσει του κατέχει προς εμπορία, πωλεί, θέτει σε κυκλοφορία ή παραδίδει για χρήση άλλου είδη βιοτικής ανάγκης πλην τροφίμων, παραποιημένα ή νοθευμένα, τιμωρείται και με διοικητικό πρόστιμο δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, πέραν των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται από άλλες διατάξεις. Ειδικά για τα προϊόντα πετρελαιοειδών το πρόστιμο του προηγούμενου εδαφίου ανέρχεται σε τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ.”  5. Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 32 του Αγορανομικού Κώδικα αντικαθίστανται ως ακολούθως:  “4. Οποιος πωλεί ή κατέχει προς πώληση ή διανέμει για κατανάλωση τρόφιμα μη ασφαλή – επιβλαβή για την υγεία, τιμωρείται ποινικά σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και με διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τη νομοθεσία περί τροφίμων. Εάν από την παράνομη ως άνω πράξη επέλθει ο θάνατος ή βλάβη της υγείας κάποιου προσώπου, εφαρμόζονται για το αποτέλεσμα αυτό οι εκάστοτε ισχύουσες οικείες ποινικές διατάξεις.”  “5. Οποιος παραδίδει για χρήση, παρασκευάζει, κατέχει ή θέτει σε κυκλοφορία σπορέλαια, τα οποία εξεταζόμενα χημικώς δεν παρέχουν με σαφήνεια τις γενόμενες ή ειδικές αυτών αντιδράσεις ταυτότητας, που εφαρμόζονται από το Γενικό Χημείο του Κράτους, τιμωρείται ποινικά σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, καθώς και με διοικητικό πρόστιμο δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, πέραν των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται από άλλες διατάξεις.”  6. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται σύμφωνα με τις παραγράφους 7 και 9 του άρθρου 30, τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 31 και τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 32 του Αγορανομικού Κώδικα ορίζονται στο διπλάσιο, αν εντός ενός (1) έτους το ίδιο πρόσωπο τελέσει εκ νέου την ίδια παράβαση. Ο διπλασιασμός υπολογίζεται επί του αμέσως προηγούμενου επιβληθέντος προστίμου.  7. Η παράγραφος 1 του άρθρου 52 του Αγορανομικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:  “1. Τα μη ασφαλή τρόφιμα τα οποία εντοπίζονται κατά τη διενέργεια των ελέγχων κατάσχονται κατόπιν αιτιολογημένης έκθεσης των αρμόδιων αρχών. Η απομάκρυνση των κατασχεθέντων τροφίμων από την κατανάλωση γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ισχύουσες διατάξεις της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας. Οι κατά νόμο υπεύθυνοι των επιχειρήσεων υποχρεούνται να προβούν σε απόσυρση και ανάκληση όταν κρίνουν ότι ένα τρόφιμο δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις για την ασφάλεια των τροφίμων, ενημερώνοντας προς τούτο τις αρμόδιες αρχές. Τα τρόφιμα που δεν πληρούν τους όρους της κείμενης νομοθεσίας αλλά είναι ασφαλή δεν κατάσχονται.”  8. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 52 του Αγορανομικού Κώδικα καταργούνται και η παράγραφος 4 αναριθμείται σε 2.  9. Νοθευμένα θεωρούνται τα τρόφιμα στα οποία έχουν προστεθεί ύλες ενδεχομένως ευτελέστερης αξίας για λόγους κερδοσκοπίας ή παραπλάνησης του καταναλωτή.  Αρθρο 3  Φορέας επιβολής προστίμων  1. Πρόστιμα μέχρι δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ που προβλέπονται στα άρθρα 1 και 2 του νόμου αυτού επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα κατά τη διαπίστωση της παράβασης.  2. Αν τα πρόστιμα της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνουν το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, τότε ως προς το υπερβάλλον επιβάλλονται με απόφαση του Νομάρχη στην περιφέρεια της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης του οποίου διαπιστώθηκε η παράβαση.  Αρθρο 4  Διαδικασία επιβολής κυρώσεων  1. Οι αποφάσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του νόμου αυτού για την επιβολή διοικητικών προστίμων εκδίδονται μετά από σύμφωνη γνώμη που διατυπώνει η αρμόδια Νομαρχιακή Επιτροπή Εμπορίου. Η εν λόγω Επιτροπή συνέρχεται και διατυπώνει τη σύμφωνη γνώμη της υποχρεωτικά εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία τέλεσης της παράβασης και αφού προηγουμένως αυτή καλέσει εγγράφως, τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν τη συνεδρίαση της, τον ενδιαφερόμενο να εκθέσει τις απόψεις του.  Εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από τη διαπίστωση της τέλεσης της παράβασης, οι αρμόδιες Αρχές οφείλουν να έχουν διαβιβάσει πλήρη σχετικό φάκελο της υπόθεσης στην ως άνω Επιτροπή.  Εντός σαράντα πέντε (45) ημερών, από την ημερομηνία τέλεσης της παράβασης, πρέπει να εκδοθεί η σχετική απόφαση του Νομάρχη, ακόμη και εάν δεν εκδώσει την παραπάνω σύμφωνη γνώμη της η Επιτροπή. Τυχόν υπαίτια καθυστέρηση του Νομάρχη για την έκδοση της απόφασης ελέγχεται κατά τα άρθρα 66 έως 72 του Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (π.δ. 30/1996, ΦΕΚ 21 Α’), όπως ισχύει.  2. Σε περίπτωση μεταβολής του φορέα της επιχείρησης μετά την τέλεση της παράβασης, ο νέος φορέας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον προηγούμενο για την πληρωμή του προστίμου, εκτός εάν ο νέος φορέας δεν τελούσε σε γνώση της παράβασης κατά το χρόνο της μεταβολής.  3. Τα διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται στο φορέα της επιχείρησης, όπου δε κατά τα παραπάνω απαιτείται σύμφωνη γνώμη της Νομαρχιακής Επιτροπής Εμπορίου, αντίγραφο αυτής επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο. Οι αποφάσεις του Νομάρχη που επιβάλλουν τα διοικητικά πρόστιμα επιδίδονται στον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.  4. Οι αποφάσεις επιβολής προστίμων δημοσιεύονται σε δύο εφημερίδες της περιοχής όπου εδρεύει η επιχείρηση ή εάν δεν εκδίδονται τοπικές εφημερίδες, σε εκδιδόμενες στην πρωτεύουσα του Νομού ή σε μεγαλύτερη του Νομού περιφέρεια, με δαπάνες του παραβάτη, οι οποίες εισπράττονται μέσω των αρμόδιων Δ.Ο.Υ. υπέρ του φορέα επιβολής του προστίμου σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) (ν.δ. 356/1974, ΦΕΚ 90 Α’).  5. Για τα αδικήματα που διώκονται και ποινικά, τα διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται ανεξάρτητα από την άσκηση ποινικής δίωξης. Για τα ίδια αδικήματα, εφόσον το αρμόδιο Δικαστήριο εκδώσει τελεσίδικη αθωωτική απόφαση, λόγω μη τέλεσης της πράξης, εκδίδεται υπέρ του ενδιαφερομένου Ατομικό Φύλλο Εκπτωσης του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος προηγουμένως θα προσκομίσει στην Υπηρεσία που εξέδωσε την απόφαση επιβολής του προστίμου επίσημο αντίγραφο της ως άνω αθωωτικής του Δικαστηρίου Απόφασης.  6. Για τα αδικήματα που διώκονται και ποινικά, ορίζονται τα ακόλουθα:  α) Σε σοβαρές περιπτώσεις και ανάλογα με τις συνθήκες τέλεσης της παράβασης, το είδος αυτής και τις συνέπειες που έχει για το κοινό και εφόσον έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη, ο Υπουργός Ανάπτυξης, για παραβάσεις που λαμβάνουν χώρα εντός της περιφέρειας Αττικής, ή ο οικείος Νομάρχης, για παραβάσεις που λαμβάνουν χώρα στην περιφέρεια της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης αρμοδιότητας του, μπορεί με απόφαση του, πέραν του διοικητικού προστίμου, να επιβάλλει την προσωρινή ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης για διάστημα μέχρι τριάντα (30) ημερών. Για την απόφαση του προηγούμενου εδαφίου, ζητείται από τον Υπουργό Ανάπτυξης ή τον Νομάρχη, κατά περίπτωση, σύμφωνη γνώμη από την Επιτροπή του άρθρου 7ε του ν. 2323/1995, όπως προστέθηκε από το ν. 3190/2003 ή τη Νομαρχιακή Επιτροπή Εμπορίου, αντίστοιχα.  β) Η διαδικασία επιβολής της προσωρινής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο ολοκληρώνεται εντός εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση στον Υπουργό Ανάπτυξης ή τον Νομάρχη της άσκησης της ποινικής δίωξης. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται και σε σχέση με την παρούσα κύρωση.  γ) Αν για τα αδικήματα αυτά εκδοθεί τελεσίδικη αθωωτική απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου, κινείται η διαδικασία ανάκλησης της απόφασης επιβολής απαγόρευσης λειτουργίας της επιχείρησης και υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος προηγουμένως θα προσκομίσει στην Υπηρεσία που εξέδωσε την απόφαση αυτή επίσημο αντίγραφο της αθωωτικής του Δικαστηρίου Απόφασης.  δ) Αν για τα αδικήματα αυτά το Δικαστήριο επιβάλλει τελεσίδικα στερητική της ελευθερίας ποινή πάνω από τρεις (3) μήνες, ο Υπουργός Ανάπτυξης ή ο Νομάρχης, κατά περίπτωση, τηρουμένων των διαδικασιών της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού και του σημείου α’ της παρούσας παραγράφου, μπορεί με απόφαση του να επιβάλλει προσωρινή ανάκληση και αφαίρεση, μερική ή εξ ολοκλήρου της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης για διάστημα μέχρι έξι (6) μηνών, σε περίπτωση δε υποτροπής μέσα σε μία τριετία μπορεί να επιβάλλει την οριστική ανάκληση και αφαίρεση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης.  ε) Οι ανωτέρω αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης ή του Νομάρχη εκτελούνται από την υπηρεσία που έχει εκδώσει την άδεια.  στ) Σε περίπτωση μεταβολής του φορέα της επιχείρησης με οποιονδήποτε τρόπο, η απαγόρευση λειτουργίας της επιχείρησης ισχύει και κατά του νέου φορέα.  ζ) Επί τελεσιδικίας της υπόθεσης, κατά τις διατάξεις της ως άνω περίπτωσης δ’, οι Προϊστάμενοι της Γραμματείας των Δικαστηρίων που εξέδωσαν τις καταδικαστικές αποφάσεις υποβάλλουν, μέσα σε σαράντα (40) ημέρες από τη δημοσίευση ή την τελεσιδικία της απόφασης, αντίγραφο στον αρμόδιο Νομάρχη.  Αρθρο 5  Αιτιολόγηση αποφάσεων επιβολής προστίμων  Κάθε απόφαση που εκδίδεται βάσει του παρόντος νόμου αιτιολογείται και κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο εντός τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της.  Αρθρο 6  Αναπροσαρμογή διοικητικών προστίμων  Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ύψος των διοικητικών προστίμων που επιβάλλονται με το νόμο αυτόν.  Αρθρο 7  Είσπραξη και απόδοση των διοικητικών προστίμων  Τα διοικητικά πρόστιμα του παρόντος νόμου εισπράττονται σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) (ν.δ. 356/1974, ΦΕΚ 90 Α’). Αποδίδονται, με την επιφύλαξη της παραγράφου 7 του άρθρου 1 του ν. 2741/1999 (ΦΕΚ 199 Α’), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 37 του ν. 3066/2002 (ΦΕΚ 252 Α’), και της υπ’ αρ. 1086695/7435/0016/16.10.2003 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 1594 Β’), κατά ποσοστό 50% στον Κρατικό Προϋπολογισμό και κατά 50% στην οικεία Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 31404/2005 κοινή υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 868 Β/27.6.2005).  Αρθρο 8  Διοικητικός και δικαστικός έλεγχος της επιβολής διοικητικών προστίμων  1. Η απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται βάσει των άρθρων 1 και 2 του νόμου αυτού υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, για παραβάσεις οι οποίες διαπιστώνονται στην περιφέρεια της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών – Πειραιά και ενώπιον του οικείου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, για παραβάσεις οι οποίες διαπιστώνονται στις περιφέρειες των λοιπών Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων της χώρας, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της.  2. Ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου, ή ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας κατά περίπτωση, αποφαίνεται επί της προσφυγής με έγγραφη πράξη του, η οποία εκδίδεται εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της προσφυγής.  3. Η παραπάνω πράξη του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου, ή του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας κατά περίπτωση, υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της.  4. Για το παραδεκτό της προσφυγής ενώπιον Δικαστηρίου, κατά την προηγούμενη παράγραφο, καταβάλλεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ποσό ίσο με το 20% του εκάστοτε επιβαλλόμενου προστίμου.  Αρθρο 9  Υπηρεσίες αρμόδιες για τον έλεγχο  εφαρμογής του ν.δ. 136/1946 “Περί  Αγορανομικού Κώδικα”  1. Αρμόδιες Υπηρεσίες για τον έλεγχο, προς διαπίστωση εφαρμογής των διατάξεων του ν.δ. 136/1946 (Περί Αγορανομικού Κώδικα), πλην των αναφερόμενων στα αντικείμενα του επίσημου ελέγχου τροφίμων, είναι:  α) Οι Υπηρεσίες Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης.  β) Οι Υπηρεσίες Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης.  γ) Οι Υπηρεσίες Εμπορίου των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων της χώρας και οι αντίστοιχες Υπηρεσίες που λειτουργούν στα Επαρχεία της χώρας.  δ) Οι Οργανισμοί Λαϊκών Αγορών Αθηνών – Πειραιά και Θεσσαλονίκης, όσον αφορά τους χώρους λειτουργίας των Λαϊκών Αγορών και Λαϊκών Αγορών Προϊόντων Βιολογικής Γεωργίας.  ε) Οι Υπηρεσίες της Λιμενικής Αστυνομίας όσον αφορά τη Ζώνη Λιμένων δικαιοδοσίας τους.  στ) Η Ελληνική Αστυνομία, εφόσον οι διατάξεις αρμοδιότητας τους προβλέπουν τη δυνατότητα Αγορανομικών Ελέγχων.  ζ) Οι Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους, ως προς τις κατά νόμο προβλεπόμενες αρμοδιότητες τους.  Για τις κυρώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου οι παραπάνω ελεγκτικές Υπηρεσίες, εφόσον επισημαίνουν παραβάσεις του Αγορανομικού Κώδικα, πιστοποιούν τις παραβάσεις αυτές μέσω έκθεσης ελέγχου, την οποία, αμελλητί, μαζί με τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα, υποβάλλουν στον αρμόδιο κατά περίπτωση φορέα για την επιβολή του διοικητικού προστίμου.  2. Ειδικά για την εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ. 136/1946, όπως ισχύει αναφορικά με τη μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της νομοθεσίας περί τροφίμων, αρμόδιοι φορείς είναι και το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (Ε.Φ.Ε.Τ.), ως κεντρικές αρμόδιες αρχές, το Γενικό Χημείο του Κράτους, καθώς και οι Αρχές στις οποίες περιήλθαν κατά μεταβίβαση αρμοδιότητες διεξαγωγής των επίσημων ελέγχων. Ειδικά για τα τρόφιμα που υπόκεινται σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, αρμόδιος φορέας είναι το Γενικό Χημείο του Κράτους και οι Χημικές Υπηρεσίες αυτού, σύμφωνα με τις κατά νόμο προβλεπόμενες αρμοδιότητες τους.  3. Οι φορείς, το ύψος και οι διαδικασίες επιβολής των προβλεπόμενων διοικητικών προστίμων του νόμου αυτού, όταν επιβάλλονται σε επιχειρήσεις που δεν συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της νομοθεσίας περί τροφίμων, καθορίζονται από τις διατάξεις των ειδικότερων περί ελέγχου των τροφίμων νόμων και των σχετικών κανονιστικών πράξεων που έχουν θεσπίσει οι Κεντρικές Αρμόδιες Αρχές.  Διατάξεις που αφορούν τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται από το Γενικό Χημείο του Κράτους διατηρούνται σε ισχύ.  4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 64 του ν.δ. 136/1946, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:  “1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που έχουν αρμοδιότητα διενέργειας αγορανομικών ελέγχων περιβάλλονται, για την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, με δικαιώματα και καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου. Οι υπάλληλοι του προηγούμενου εδαφίου, εάν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, διαπιστώσουν εμφανή προβλήματα ασφάλειας, ποιότητας και επισήμανσης των διακινουμένων στην αγορά τροφίμων, υποχρεούνται να ενημερώσουν τις κατά νόμο αρμόδιες Αρχές.”  Αρθρο 10  Διαδικασία προς τις Δ.Ο.Υ. για Βεβαιώσεις των διοικητικών προστίμων  1. Εάν ασκηθεί εμπρόθεσμα προσφυγή ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, ο προσφεύγων υποχρεούται εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία άσκησης της, να καταθέσει στην αρμόδια Υπηρεσία το οικείο αποδεικτικό κατάθεσης του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου για το εμπρόθεσμο της προσφυγής.  2. Εάν δεν ασκηθεί προσφυγή ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων ή ασκηθεί αυτή εκπρόθεσμα, οι αρμόδιες Υπηρεσίες κινούν τις διαδικασίες προς τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. για τη βεβαίωση ολόκληρου του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 55 του π.δ. 16/1989 (ΦΕΚ 6 Α’).  Αρθρο 11  Ρυθμίσεις για τον τρόπο επιβολής  των διοικητικών προστίμων  Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ρυθμίζονται οι ειδικότερες λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο επιβολής των προστίμων που επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα κατά τη διαπίστωση της παράβασης, σε εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού.  Αρθρο 12  Ειδικότερα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται στους χώρους του υπαίθριου  εμπορίου, λαϊκών αγορών και λαϊκών αγορών προϊόντων βιολογικής γεωργίας  Οι κυρώσεις που επιβάλλονται δια του παρόντος δεν θίγουν ειδικότερα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται από τα αρμόδια όργανα μέσω πράξεων βεβαίωσης παράβασης κατά τον έλεγχο στους χώρους του υπαίθριου εμπορίου (πλανόδιου και στάσιμου), των λαϊκών αγορών και των λαϊκών αγορών προϊόντων βιολογικής γεωργίας, καθώς και τις κυρώσεις που επιβάλλονται από τους οργανισμούς λαϊκών αγορών που λειτουργούν στη χώρα.  Αρθρο 13  Υπηρεσία Τήρησης Μητρώου Κυρώσεων Αγορανομικού Κώδικα  Συνίσταται αυτοτελές Τμήμα Τήρησης Μητρώου Κυρώσεων Αγορανομικού Κώδικα, το οποίο υπάγεται στη Γενική Διεύθυνση Εσωτερικού Εμπορίου της Γενικής Γραμματείας του Υπουργείου Ανάπτυξης. Αποστολή του Τμήματος είναι η τήρηση και διαχείριση μητρώου και η παρακολούθηση των προστίμων που επιβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του άρθρου 9 του νόμου αυτού. Το Τμήμα αυτό στελεχώνεται από υπαλλήλους που υπηρετούν στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου, υπό κάθε υπηρεσιακή κατάσταση που προβλέπεται στο ν. 3528/2007 περί Κύρωσης του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ΦΕΚ 26 Α’).  Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζονται οι ειδικότερες λεπτομέρειες για την οργάνωση, το περιεχόμενο και την λειτουργία του μητρώου αυτού, καθώς και η έναρξη λειτουργίας του.  Αρθρο 14  Καταργούμενες διατάξεις  1. Με την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται:  α) Οι παράγραφοι 8, 10 και 19 του άρθρου 30 του ν.δ.136/1946 περί Αγορανομικού Κώδικα.  β) Οι παράγραφοι 6, 7, 8, 9, 11, 12, 13, 15, 16, 17 και 18 του άρθρου 31 του ν.δ.136/1946 περί Αγορανομικού Κώδικα.  γ) Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 32 του ν.δ.136/1946 περί Αγορανομικού Κώδικα.  δ) Οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 38 του ν.δ. 136/ 1946 περί Αγορανομικού Κώδικα.  ε) Τα άρθρα 57α’, 57β’, 57 γ’ και 57ε’ του ν.δ. 136/1946 περί Αγορανομικού Κώδικα.  στ) Το άρθρο 24 του ν. 3190/2003 (ΦΕΚ 249 Α’).  2. Από το νέο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 7 του ν. 2323/2005 (ΦΕΚ 145 Α’), όπως προστέθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 12 του ν. 3557/2007 (ΦΕΚ 100 Α’), διαγράφεται η φράση “και των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 57ε’ του Αγορανομικού Κώδικα, όπως ισχύει”.  Αρθρο 15  Εναρξη ισχύος  Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.  Παραγγέλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.  Αθήνα, 12 Ιουνίου 2008  Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ  ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ  ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ                          ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ  ΠΡ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ                  Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ  ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ                          ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ                                   ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ  ΧΡ. ΦΩΛΙΑΣ                          ΑΛ. ΚΟΝΤΟΣ