Η ασφάλιση στο ΙΚΑ των προσώπων που συνδέονται με συγγενική σχέση με τον εργοδότη αποτελεί βασικό ζήτημα που απασχολεί την πλειοψηφία των οικογενειακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Σε πολλές περιπτώσεις ανακύπτουν προβλήματα τα οποία καλούνται να επιλύσουν τα ελληνικά δικαστήρια, αλλά και στην πράξη τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. από την εφαρμογή των διατάξεων της νομοθεσίας και σχετικών εγκυκλίων που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότησης αυτής.
Η ασφάλιση προσώπων που συνδέονται με συγγενική σχέση με τον εργοδότη, εξαρτάται από το βαθμό συγγένειας, το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών και την νομική μορφή της επιχείρησης.
Συγγενική σχέση για το Ι.Κ.Α. υπάρχει μόνο στην περίπτωση που εργοδότης είναι το φυσικό πρόσωπο που λειτουργεί ατομική επιχείρηση (σύζυγος, πατέρας, αδελφός κ.τ.λ.). Δεν υφίσταται όμως τέτοια περίπτωση, όταν ο εργοδότης είναι οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο (Α.Ε., Ο.Ε. κτλ.), ανεξάρτητα από το γεγονός της συμμετοχής κάποιου κοντινού συγγενή με πολύ μεγάλα ποσοστά στο κεφάλαιο, ή στην διοίκηση της εταιρείας (π.χ. Πρόεδρος ή μέλος του Δ.Σ. της Α.Ε.).
Βάση των ανωτέρω συμπεραίνουμε ότι ασφαλίζονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στο Ι.Κ.Α. οι εργαζόμενοι που συνδέονται με συγγένεια πρώτου και δεύτερου βαθμού, με τους νόμιμους εκπροσώπους και μετόχους των κεφαλαιουχικών εταιρειών (Α.Ε., Ε.Π.Ε. και Ι.Κ.Ε.), καθώς και με τους εταίρους των προσωπικών επιχειρήσεων (Ο.Ε. και Ε.Ε.).
Αντίθετα, για τις ατομικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Αναγκαστικού νόμου 1846/1951, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ασφαλιστικού Νόμου 1759/1988αναφέρει ότι: «Επίσης, υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του νόμου αυτού τα πρόσωπα που παρέχουν εργασία εντός των ορίων της χώρας κατά κύριο επάγγελμα σε εργοδότες με τους οποίους είναι σύζυγοι ή συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού συγγένειας, εφόσον για την εργασία τους αυτή δεν υπάγονται υποχρεωτικά ή προαιρετικά στην ασφάλιση άλλου φορέα κύριας ασφάλισης».
Στην συνέχεια, με την εγκύκλιο 93/1996 του Ι.Κ.Α., δόθηκε η παρακάτω επεξήγηση, στην οποία επισημαίνεται ότι η ασφάλιση των προσώπων αυτών είναι υποχρεωτική όχι όμως και αυτοδίκαιη.
Αυτοδίκαιη ασφάλιση σημαίνει ότι το ΙΚΑ δεν μπορεί από μόνο του να ασφαλίσει το συγγενικό πρόσωπο του εργοδότη, αλλά χρειάζεται και τη δήλωση του ίδιου του εργοδότη ή του ασφαλισμένου για να κάνει έναρξη και λήξη της ασφάλισης. Η αναγγελία έναρξης και λήξης της απασχόλησης γίνεται εκτός από το «ΕΡΓΑΝΗ» και στο αρμόδιο ΙΚΑ.
Κατά συνέπεια δεν μπορεί να επιβληθεί κανενός είδους πρόστιμο για ανασφάλιστη εργασία στα συγγενικά πρόσωπα ά και β΄ βαθμού συγγενείας που απασχολούνται σε ατομικές επιχειρήσεις. Στα πλαίσια των ελέγχων που έχουν διενεργηθεί από τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ για την διαπίστωση αδήλωτης εργασίας, έχει παρατηρηθεί στην πράξη ότι δεν επιβάλλονται κυρώσεις σε εργοδότες (Φυσικά Πρόσωπα) για την συγκεκριμένη εργασιακή σχέση.
Σε περίπτωση τώρα, που ο εργοδότης ατομικής επιχείρησης επιλέξει να ασφαλίσει το συγγενικό του πρόσωπο στο Ι.Κ.Α., οφείλει να ακολουθήσει την ίδια ακριβώς διαδικασία πρόσληψης με οποιουδήποτε άλλου εργαζομένου, δηλαδή Αναγγελία Πρόσληψης (Ε3) και Πίνακα Προσωπικού (Ε4) μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του Εργάνη. Την ίδια μέρα όμως της πρόσληψης θα πρέπει να προσκομιστεί στο ΙΚΑ το έντυπο Δελτίο Αναγγελία ‘Έναρξης Απασχόλησης Συγγενικού Προσώπου και να πρωτοκολληθεί.
Με εγκυκλίους του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ διευκρινίστηκαν οι μεταβολές στο καθεστώς ασφάλισης των συζύγων ή συγγενών πρώτου και δευτέρου βαθμού συγγένειας που ισχύουν από 11/4/2012. Παρά το γεγονός ότι οι αλλαγές αυτές προβλέπονται με τον Ν.4075/2012, οι απαραίτητες διευκρινίσεις κοινοποιήθηκαν τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2013. Με τις οδηγίες που δόθηκαν, η ασφάλιση των συγγενών αντιμετωπίζονται πλέον όπως κάθε απασχολούμενου με εξαρτημένη εργασία από 1/5/2012 όσον αφορά τα ασφάλιστρα, με αντίστοιχη υποχρέωση των επιχειρήσεων για καταβολή τους από την περίοδο αυτή.
Ο αριθμός ημερών ασφάλισης κάθε μήνα προσδιορίζεται υποχρεωτικά σε είκοσι πέντε(25), ανεξάρτητα από την διάρκεια της πραγματικής απασχόλησης μέσα στο συγκεκριμένο μήνα, όπως επίσης καταβάλλονται εισφορές που αντιστοιχούν σε πλήρη απασχόληση και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπολογίζονται σε ασφαλιστική κλάση κατώτερη απ’ αυτή που αντιστοιχεί στο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη.
Επιπλέον μετά την εξέλιξη αυτή, τα πρόσωπα αυτά δικαιούνται και επιδότηση ανεργίας σε περίπτωση λήξης της απασχόλησης.
Το ειδικό καθεστώς που καθορίζει την ασφάλιση απασχολούμενων σε ατομική επιχείρηση συγγενικών προσώπων, έχει κριθεί αναγκαίο λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που καλύπτουν αυτή την εργασιακή σχέση και καθιστούν δυσχερή τον έλεγχο των γενικών προϋποθέσεων υποχρέωσης ασφάλισης από τα ελεγκτικά όργανα. Αν ο εργοδότης θεωρήσει εσφαλμένα ότι εντάσσεται σε αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση ασφάλισης, παρόλο που η νομική μορφή της επιχείρησης του δεν του το επιτρέπει, τα ελεγκτικά όργανα (Σ.Ε.Π.Ε. και Ι.Κ.Α.) σε περίπτωση ελέγχου θα του καταλογίσουν τόσο τις σχετικές εισφορές, βάσει των γενικών διατάξεων ασφάλισης, όσο και τα σχετικά με την αδήλωτη εργασία πρόστιμα.
Χριστίνα Ψυχογυιού Λογίστρια- Φοροτεχνικός- Εργασιακός Σύμβουλος