ΟΙ ΓΙΟΡΤΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΙΣΜΙΚΗ ΑΓΟΡΑ 

Έκαμα για πολλοστή φορά τη βόρτα μου στο παλιό Αργοστόλι, ενθυμούμενος, διαβάζοντας και συζητώντας. Τούτη τη φορά για να γράψω κάτι για το εορταστικό κλίμα της αγοράς του προσεισμικού Αργοστολιού. Είναι πρόσκληση του αγαπητού κ. Τάκη Βασιλάτου, για το περιοδικού του ΕΒΕΚΙ.. Με τιμά και την εργασία μου αυτή (συγκέντρωση στοιχείων) την αφιερώνω στη μνήμη των συναδέλφων που έχουν «φύγει».

 

                 Σπύρος Γ. Αντωνάτος, συνταξιούχος έμπορος Αργοστολίου.

 

                                                                                Αργοστόλι   21 Νοεμβρίου 2007

 

( Έτσι      «προλογίζει» ο αγαπημένος μας Σπύρος, ο συγγραφέας του εξαίρετου και βραβευμένου βιβλίου «Αργοστόλι: Η χαμένη πόλη», προπαντός ο Σπύρος μας εκ των αρίστων φρουρών της συλλογικής μας μνήμης. Αποτελεί, φυσικά, ιδιαίτερη τιμή για το Περιοδικό μας, η παρουσία του σ’ αυτό! Τ.Β.)

 

 

Την εβδομάδα που ο Χρόνος  φεύγει και ο νέος έρχεται στην αγορά :

 

Άη Βασίλης έφθασε από την Καισαρεία

 

κι ακούς «ο φάντες έχασε κι εκέρδισε το τρία»

 

Βαστάει κρίθινο ψωμί και μια χεργιά ραπάνια

 

κι εκειός που χάνει βλασφημεί επίγεια και ουράνια !»   

 

   ( Εφημ. «Ζιζάνιον» 562/1910)

 

 

 «Από ενωρίς το Λιθόστρωτον  ήτο κατάμεστον κόσμου φωνασκούν και αλαλάζοντας. Γυναίκες, άνδρες, παιδιά, γέροι, νέοι, επηγαινοέρχοντο μάζαι-μάζαι, από την μίαν άκραν του Λιθοστρώτου στην άλλη. Η ψεκαστήρες και τα . . .κλυστήρια, έδιναν κι’ έπαιρναν. Την μεγαλυτέραν κατανάλωσιν κολώνιας έκαμε μία παρέα από ένα συμπαθή δικηγόρον –επί κεφαλής- δύο εμπόρους, ένα εμπορορράπτην και ένα τραπεζιτικόν υπάλληλον»

 

                                                                (Το Λορνιόν  εφημ. «ΕΛΗΑ»  149/11.1.1925)

 

«Χριστός γεννάται, Γιάννη μου, εν Βηθλεέμ τη πόλει

 

και κίνηση εμπορική δεν έχει τ΄Αργοστόλι.

 

Η εργασία σήμερα κρατιέται με ενέσεις

 

Κι’ είναι τω όντι λυπηρά η των εμπόρων θέσις!

 

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το δόξα εν Υψίστοις

 

Κι’ εκόπηκε διά παντός η των εμπόρων πίστις !» 

 

( Εφημ. «Τελώνιον»  756/23.12.1933)

 

«Πρωτοχρονιά στ’ Αργοστόλι. Λιθόστρωτο ! Γιομάτο εμπορικά, βρίσκεται όλη μέρα σε κίνηση, που του δίνει ο γυναικόκοσμος. Μα πιο πολύ το βράδυ. Ζεστές- ζεστές σερβίρονται ατου Φλάρη οι τηγανίτες κι απ’ του Λοράντου δεν προφτάνουνε να παίρνουνε στραγάλια τα παιδιά»

 

(Δημ. Λουκάτος «Χριστούγεννα και των Εορτών»  1935)

 

   Μυρτσίνες, ελατόκλαρα και αηβασιλίτσες (ασκηνωκάρες) πουλιόνται στην αγορά και στα σπίτια.

 

   Αυξάνεται η κατανάλωση των κουραμπιέδων που ολόκληρες πυραμίδες σχηματίζουν μέσα κι’ έξω στα μαγαζιά του Καππάτου, του Δραγώνα, του Λούκα, του Καρουσάτου, του Σκούρη.

 

Εμφανίζονται στα μαγαζιά οι ψεκαστήρες, τα τριζόνια, οι ροκάνες παρά την απαγόρευση:

 

«Δι’ Αστυνομικής Διατάξεως, απαγορεύεται κατά τας προσεχείς εορτάς το διά ψεκαστήρων ρίψιμον κολώνιας ή άλλων ρευστών υγρών κατά των διερχομένων διαβατών»

 

                                                                (Εφημ. «Τελώνιον»  602/31.12.1930)

 

Τα κουρεία, τα αρωματοπωλεία ξεπουλούν τις κολόνιες τους. Τα ψιλικατζίδικα τις φούσκες,  τα τικ-τακ, τις ψεκαστήρες  και στα φαρμακεία εξαντλούνται τα . . . .κλυστήρια. Στα βιβλιο-χαρτοπωλεία στοίβα οι Καζαμίες  «Αστήρ», «Δαρ.», «Έσπερος», «Λινάρδου», «Σαλίβερου».

 

   Οι κανταδόροι: Ο Λίγγος, ο Ρουσίας, ο Σιδερένιος, ο Τσιλιρίδης, ο Βαντάκας, ο Τσούλας. ο Τραυλός, ο Κόλιας, ο Ντάους, ο Σκαρφόντιος, ο Ξυνόγαλος λένε τα κάλαντα στα μαγαζιά ευχόμενοι κατά περίπτωση «με τρία γράμματα χρυσά γράφεται τ’ όνομά σου αγαπητέ (πχ. Γεράσιμε) καλησπερίσματά σου, ή αγαπητοί μας αδελφοί καλησπερίσματά σας» και εάν υπάρχει γραμματιζούμενος συμπληρώνουν «και του (Μεμά) του έπρεπε πιτσούνι και ξιφτέρι και μια πενούλα ολόχρυση στο δεξιό του χέρι». Περνούν και η μικρή και η μεγάλη μουσική  παίζοντας επί πλέον και κάποιο βαλσάκι όταν υπάρχει γενναίο φιλοδώρημα.

 

   Στήνονται στο Λιθόστρατο οι λοταρίες «όλοι κερδίζουνε, κανένας δεν χάνει», κυρίως ο «γκρουπιέρης».

 

   Στα πεζοδρόμια της αγοράς, κάτω από τις λότζες, επάνω σε σιδερένια τραπεζάκια καφενείου απλώνουν ταμπλάδες με παστέλια πασπαλισμένα με χρωματιστά κούλιαντρα ο Παναγιωτάτος, ο Παγωτός (Κουνάδης Διον.), ο Παπάς (Πεφάνης Δημ.), ο Παύλος Στεφανίτσης, ο Μπάηλας και οι «εποχιακοί» ο Μιχάλης Πεφάνης, ο Στόλος ή Κοργιαλένιας (Παπαδάτος Γερ.) και ο Ασίκης τραγουδώντας «Του Ασίκη το παστέλι είναι ζάχαρη και μέλι, κι αν μια πέτρα στη μπουκιά σας, μία λίτρα χάρισμά σας».

 

   Οι φούρνοι φτιάχνουν δεκάλιτρα ψωμιά- χριστόψωμα, αγιοβασιλίτσες, φωτίτσες- με περίτεχνα σχέδια και γυαλισμένα καρύδια.

 

   Τα κουρεία και τα κομμωτήρια, τις παραμονές  δουλεύουν μέχρι τα μεσάνυχτα

 

   Στα παντοπωλεία, εστιατόρια, ταβέρνες, καφενεία κερνάνε τους πελάτες τσίπουρο για την «αποκοπή του χρόνου» και τη δεύτερη μέρα του νέου χρόνου  οι επαγγελματίες προσέχουν να μην πρωτομπεί γρουσούζης στο κατάστημά τους. Μερικοί μάλιστα δεν ανοίγουν μέχρι να έρθει ο καλοπόδαρος που έχουν επισημάνει από προηγούμενες χρονιές και τον έχουν ειδοποιήσει.

 

   Οι λέσχες και τα . .. παραρτήματα κάνουν χρυσές δουλειές Εξαντλούνται οι τράπουλες.

 

«Η Αστυνομία πολύ καλά έκαμε να επιτρέψη ελευθερίαν εις τα χαρτοπαίγνια κατά τας ημέρας των εορτών (αν και ποτέ δεν το απαγόρευσεν). Συνωστισμός ανηλίκων εις τους διαφόρους φαραούς και μπακαράδες»                 

 

(Εφημ. «ΕΛΗΑ» 52/1922)

 

   Του Αγιασμού, την προηγουμένη των Φώτων, οι παπάδες αγιάζουν τους μαγαζάτορες, τους πελάτες, τα μαγαζιά και τις αποθήκες τους.

 

(Σπ.Αντωνάτος: 1937-1940)

 

 

   Στις τοπικές εφημερίδες ελάχιστες εορταστικές διαφημίσεις γινόντουσαν. Παραθέτω μερικές: 

 

«Τα ρούχα σας τα γιορτινά τα ομορφοκομμένα

 

τα στερεά, τα νουβωτέ τα τεχνικά ραμμένα,

 

στου Ματαράγκα μοναχά πηγαίνετε να βρήτε

 

γιατί τεχνίτης άριστος εκείνος θεωρείται.»

 

         «Συλλογή καρτών αρίστη επίτηδες διά τας εορτάς μόνον ο Νικολάτος»

 

«Το εργοστάσιον των εγχωρίων μεταξωτών (οδός Λάσης έναντι κήπου Νάπιερ) εξαιρετικώς δια τας εορτάς εκπίπτει τας τιμάς, από σήμερον μέχρι 12 Ιανουαρίου»

 

    «Όποιος από τ’ αφεντικά

 

      θέλει με δώρα πρακτικά

 

       να ντύση τον παρά του,

 

       ας μπαίνει μεσ’ στο μαγαζί

 

       του Σπύρου του Μαράτου.»

 

 «Τώρα πώρχονται γιορτάδες,

 

κάθε πλούσιος και φτωχός,

 

ξέρει πως αν θέλη ράφτη,

 

ένας είναι μοναχός.

 

Ένας ειν’ ο Ματαράγκας

 

(…….)»

 

                «ΕΚΘΕΣΙΣ στο ΛΟΥΞ.

 

                 Μεγάλαι εκπτώσεις λόγω των εορτών»

 

«Στου ΛΙΒΑΔΑ τρέξατε να προμηθευθήτε τους πρακτικούς μποναμάδες σας»

 

                «ΦΩΤΟ  ΙΟΝΙΟΝ εύχεται τοις πάσι ευτυχές το νέον έτος 1926

 

 

Αλλά καλύτερα δίνουν την εορταστική εικόνα (ονόματα, επάγγελμα και σχέσεις) της αγοράς της εποχής των οι ευχές των συντακτών Γεωργίου Μολφέτα, Σόλωνα Γαλιατσάτου (Λορνιόν) και Ανδρέα Σάρλου στις εφημερίδες τους (αντίστοιχα «Ζιζάνιον» (1901-1914), «Εληά»  (1921-1929), και «Τελώνιον» (1930- 1932)).

 

(Η σύνθεση των ευχών και μπουναμάδων των τριών προαναφερθέντων, σχηματίζει τελικά ένα μακροσκελές στιχούργημα, το οποίο-παρότι προσπάθησα-δεν χωράει με τίποτα στην παρούσα έκδοση. Ζητάω, ειλικρινώς, συγγνώμη από τον Σπύρο τον Αντωνάτο και παραθέτω, ενδεικτικά, τους τελευταίους στιχους Τ.Β.)

 

 

…Στον Ανδρέα ΠΑΓΟΥΛΑΤΟ, εύχομαι να μεταβαίνη

 

τακτικά εις την Ευρώπη και ΥΦΑΣΜΑΤΑ να φέρνη.

 

Στον Μίμη ΠΑΞΙΝΙΟΠΟΥΛΟΝ, που εδώ κι’εκεί γυρίζει,

 

του Σίγγερ ΡΑΠΤΟΜΗΧΑΝΕΣ, όπου καλά γνωρίζει.

 

Νιόνιου του ΠΑΠΑΝΤΩΝΑΤΟΥ, πώχει το ΔΗΜΟΤΙΚΟ,

 

ένα ΚΕΝΡΟ για τον τόπο λίαν ευεργετικό.

 

Νιόνιου ΠΑΠΑΝΤΩΝΑΤΟΥ, η ΦΡΑΤΖΟΛΑ η ψημένη,

 

του Διονύση Γαλιατσάτου, που στη Λάση διαμένει.

 

Τ’ αγαπητού μου συμπαθή Νίκου ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΥ,

 

όλα τα ΖΥΜΩΤΗΡΙΑ τα στέρνω μποναμά του.

 

Του ΠΑΡΕΝΤΗ του Διονύση, το σεγάντσο και η ΠΛΑΝΙΑ,

 

και Διονύση του ΚΟΣΜΑΤΟΥ, του  Αφράτου τα ΡΑΠΑΝΙΑ.

 

Στον κουμπάρο μου ΠΕΤΡΑΤΟ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΟ συμαπθή,

 

να παχαίνη, να παχαίνη, που να μην αβασκαθή !

 

Στον Βενέδικτο ΠΕΤΡΑΤΟ, θένα κάμω μποναμά,

 

ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ, ΒΕΝΖΙΝΕΣ, μπακαλιάρους, ταραμά.

 

ΠΟΛΛΑΚΗ, ΑΡΣΕΝΗ και ΠΑΝΑ, ΤΡΑΠΕΖΗΣ υπαλλήλων,

 

(Αλλά αυτοί εδήλωσαν στο περασμένιο φύλλον,

 

πως δεν πανηγυρίζουνε, και το γιατί δεν ξέρω !

 

κι’ εν παρενθέσει, βλέπετε, ότι τους αναφέρω!).

 

Φαρακλού Διονυσίου ή αλλέως του Προυτζά,

 

και του ΠΟΝΤΙΚΟΥ Διονύση όπου φτιάνει τον ΠΑΤΣΑ.

 

Διονυσίου ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ, όπου τον ΒΑΡΚΑΡΗ κάνει,

 

και ΑΝΝΙΑ Διονυσίου, που ΒΑΡΕΛΙΑ χρόνια φτιάνει.

 

Στον Γιαννάκη τον ΠΡΟΚΟΠΗ, της ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ξιφτέρι,

 

εύχομαι ναύρη την νύφη πριν ναρθή το καλοκαίρι.

 

Στέρνω στους αδελφούς ΡΑΖΗ, ΣΑΛΟΥΜΙΑ, ΡΕΓΓΕΣ, ΣΦΗΝΕΣ,

 

που χρόνια τώρα αρκετά σκοτίζονται μ’ εκείνες.

 

Εύχομαι στ’ «Αθηναϊκό», τον Παύλο τον ΡΗΓΑΤΟ,

 

να έχη από ΨΙΛΙΚΑ το μαγαζί γιομάτο.

 

Στον Νικόλαο ΣΙΜΑΤΟ, όπου έχει ΣΠΕΤΣΑΡΙΑ,

 

θα του στείλω μποναμά του μια ταμπέλα πελωρία.

 

Στον Παναγή τον ΤΑΡΑΖΗ, η Μούσα μου χαρίζει,

 

κάθε ΒΑΡΚΑΡΗ απειθή για να τόνε ζαλίζει.

 

Στο Νιόνιο (ΤΖΑΝΕΝΤΑΤΟΝ) το χρυσόπαιδο, ΣΙΓΑΡΑ, εμφανίσεις

 

και ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΥ άφθονες χρυσές διαφημίσεις.

 

Εις τον Ανδρέα τον ΤΡΑΥΛΟ, τον συμπαθή ΝΟΔΑΡΟ,

 

του στέρνω πάρτες μουσικές κι’ όπερες με το κάρο.

 

Του ΤΡΑΥΛΟΥ του Διονυσίου, όπου κάνει της ΣΤΑΦΙΔΕΣ,

 

και του Νιόνιου ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, ΠΙΑΤΑ και ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ.

 

Και στον ΤΣΙΑΝΤΑΡ τον Μιχάλη, που πουλεί ΧΡΥΣΕΣ  ΚΑΔΙΝΕΣ

 

να πετάει μεσ’ τη σάλα με της κρέμας δεσποσύνες.

 

Εις τον Μαρίνο τον ΦΩΗ, που αιωνίως τρέχει,

 

τον ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ του υπ’ όψι να μην έχη.

 

Εις τον Άριστο τον ΧΑΛΔΑ, που πάντα καλά με κάνει,

 

εύχομ’ από μια ΑΡΡΩΣΤΕΙΑ όπου πάσχω να με γιάννη.

 

Και εις τον ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΤΟ, τον Αντρέα δηλαδή,

 

εύχομαι όλον τον χρόνο σ’ εορτές να ΚΕΛΑΪΔΗ,

 

 

Τέλος εις τους μποναμάδες θέλοντας να συμπληρώσω,

 

Μποναμά στον εαυτό μου μόνον μια ευχή θα δώσω,

 

Να βρεθή κάποιος μου θείος που να τον κληρονομήσω

 

Κι’ έτσι ποίηση και στίχους διά πάντα πιά ν’ αφήσω.

 

 

                                – – – – – – – – – – – – –